- πλακός
- πλάξanything flat and broadfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πλάκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλάκος — ἡ, Α [πλάξ, πλακός] όρος τής Μυσίας, περιοχής τής βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, η οποία βρεχόταν από την Προποντίδα στα βόρεια και από το Αιγαίο στα δυτικά … Dictionary of Greek
Πλάκων — Πλάκος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλάκῳ — Πλάκος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποπλάκιος — ία, ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από το όρος Πλάκος τής Μυσίας·2. φρ. «Ὑποπλάκιοι Θῆβαι» πόλη τής Μυσίας στους πρόποδες τού όρους Πλάκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + Πλάκος «ονομ. όρους τής Τροίας» + κατάλ. ιος] … Dictionary of Greek
πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… … Dictionary of Greek
плечо — укр. плече, др. русск. плече, ст. слав. плеште ὦμος, νῶτον (Супр.), болг. плещи мн., стар. дв. (Младенов 429), сербохорв. пле̏ħи ж. мн., словен. рlečе, чеш., слвц. рlесе, польск. рlесе, мн. рlесу, в. луж. рlесо, н. луж. рlасо. Ввиду форм… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Leukoplakie — der Mundschleimhaut Als Leukoplakie (von altgriechisch λευκός leukós „weiß“ und altgriechisch πλάξ, Genitiv altgriechisch πλακός plakós „Platte“, „Fläche“ – wörtlich „ … Deutsch Wikipedia
Лейкоплакия — Ротовая полость больного лейкоплакией … Википедия
Blech, das — Das Blếch, des es, plur. von mehrern Arten oder Quantitäten, die e, ein breit und dünn geschlagenes Metall. Gold zu Blech schlagen. Blech schlagen, ein Metall zu Blech schlagen. Eisenblech, Silberblech, Kupferblech u.s.f. Schwarzes Blech,… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart